убеждаться - ορισμός. Τι είναι το убеждаться
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι убеждаться - ορισμός


убеждаться      
несов.
1) а) Приходить к какому-л. убеждению, утверждаться в чем-л.
б) Удостоверяться в чем-л. самому.
2) Страд. к глаг.: убеждать.
убеждаться      
УБЕЖД'АТЬСЯ, убеждаюсь, убеждаешься, ·несовер.
1. ·несовер. к убедиться
.
2. страд. к убеждать
.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για убеждаться
1. Люди стали убеждаться, где кроется счастье земледельца.
2. И постоянно убеждаться, что мы способны на большее.
3. Это позволит потребителю моментально убеждаться в оригинальности происхождения Nemiroff.
4. Все остальное - игрушки, и, как не раз приходилось убеждаться, опасные.
5. Причем убеждаться в этом Саше приходилось подчас при курьезных обстоятельствах.
Τι είναι убеждаться - ορισμός